Αριστερά και Φιλελευθερισμός


Μπορεί τον Αύγουστο να μην έχει ειδήσεις, έχει όμως αυτομόρφωση. Αυτά που λέμε σήμερα περί Αριστεράς και Φιλελευθερισμού, κάποιοι πρωτοπόροι όπως ο Μάνος Ματσαγγάνης τα έλεγαν από το 1999. Ευκαιρία γα μια βουτιά και στην Ιστορία.

του Μάνου Ματσαγγάνη

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (05/12/1999)

Η αντιπαράθεση των ιστορικών σχετικά με το “κλειδί ανάγνωσης” του 20ου αιώνα – ζήτημα συναρπαστικό, στο οποίο τα Ενθέματα αφιέρωσαν πρόσφατα αρκετές σελίδες τους – ανήκει στην κατηγορία των ερωτημάτων που σχεδόν υποχρεώνουν τον καθένα να πάρει θέση. Δεν θα εξέπληττε, ασφαλώς, κανένα αναγνώστη της εφημερίδας αυτής το να δηλώσω εξ αρχής ότι σε αυτή την αντιπαράθεση συντάσσομαι με τον Hobsbawm έναντι του Furet και του Nolte. Με άλλα λόγια, θεωρώ κορυφαία στιγμή της τραγικής ιστορίας του “αιώνα των άκρων” τον αντιφασισμό, τη συμμαχία κομμουνισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας που συνέτριψε το ναζισμό και το φασισμό, κινήματα που ιδρύθηκαν ως αντίδραση στη Ρωσική Επανάσταση μα ουσιαστικά στόχευαν στην άρση των συνεπειών της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν με πείθει η άποψη περί νικηφόρου αγώνα των φιλελεύθερων δημοκρατιών εναντίον “ολοκληρωτισμών” κάθε χρώματος, ούτε πολύ περισσότερο η θεώρηση του ναζισμού ως πρωτοπορίας στον κοινό αγώνα της Δύσης εναντίον του “ασιατικού μπολσεβικισμού”. Και ούτε θα μπορούσε.

Πράγματι, φιλελεύθεροι και αριστεροί βρέθηκαν συχνά στο ίδιο στρατόπεδο στον αιώνα που κλείνει – και όχι μόνο στην αντίσταση. Στη Βρετανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα για πολύ καιρό εκπροσώπησε ολόκληρη την προοδευτική κοινή γνώμη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του είχαν την υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος (του οποίου, άλλωστε, οι πρώτοι βουλευτές είχαν εκλεγεί το 1906 με τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων). Και ο Beveridge και ο Keynes, οι θεμελιωτές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, ήταν φιλελεύθεροι – και μάλιστα με κεφαλαίο Φ, αφού αυτό το κόμμα εκπροσωπούσαν στη Βουλή των Λόρδων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών το 1976-79 ενώ σήμερα συμπολιτεύονται την κυβέρνηση Blair, ασκώντας εύστοχη κριτική, ιδίως σε θέματα συνταγματικών ελευθεριών και ευρωπαϊκής πολιτικής.

Η κυριαρχία του γκωλλισμού στη δεξιά και του γιακωβινισμού στην αριστερά δεν επέτρεψε την άνθιση μιας παρόμοιας κουλτούρας στη Γαλλία. Παρεμπιπτόντως, αυτό εν μέρει επίσης εξηγεί γιατί ο Jospin προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση του από το εγχείρημα του “Τρίτου Δρόμου” αισθάνεται την ανάγκη να το χαρακτηρίσει “σοσιαλ-φιλελεύθερο”. Για ιστορικούς λόγους (οι Φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, αντίπαλοι της επανάστασης του 1848) ο όρος “libéral” είναι πλήρως απαλλαγμένος από θετικές συνδηλώσεις για ένα Γάλλο αριστερό – σχεδόν απόλυτα συνώνυμος με τον όρο “νεο-φιλελεύθερος”.

Σε χώρες με μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι φιλελεύθεροι ήταν ιστορικά το κόμμα των επιχειρηματιών, το οποίο συμμαχούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο μεγάλο κόμμα, όπως συνέβη στη Σουηδία και τη Γερμανία. Αντίθετα, στην Ιταλία το Φιλελεύθερο Κόμμα υπήρξε ο πιο συντηρητικός εταίρος των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (σαφώς στα δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας), έως την ανάδειξή του σε πρωταθλητή της διαφθοράς και τη διάλυσή του με το τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας.

Ωστόσο, το εργαστήρι για την καλλιέργεια της παράδοσης του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, μιας παράδοσης ένδοξης και έντιμης όσο και παραγνωρισμένης, ήταν ακριβώς η γειτονική Ιταλία. Η οργάνωση “Δικαιοσύνη και Ελευθερία” (από την ίδρυσή της το 1929 μέχρι τη δολοφονία των αδελφών Rosselli από πράκτορες του φασιστικού καθεστώτος στη Γαλλία το 1937) είχε αναπτύξει έντονη αντιφασιστική δράση στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Μέλη της πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης στην Ισπανία, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους “ψευδοεθελοντές” του Mussolini στη μάχη της Γκουανταλαχάρα και τους νίκησαν.

Αργότερα τη σκυτάλη πήρε το “Κόμμα της Δράσης”, το οποίο συγκέντρωνε πολλούς νέους που πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι στα βουνά της βόρειας Ιταλίας και διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή της μεταπολεμικής περιόδου, όπως ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi. Σήμερα, οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι αποτελούν ένα μικρό κύκλο γύρω από το περιοδικό “Micromega” που πολέμησε το λαϊκισμό του Craxi και του Berlusconi, υπερασπίστηκε με πάθος την επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” εναντίον της διαφθοράς και υπέρ της αποκατάστασης της νομιμότητας, ενώ τώρα υποστηρίζει το κόμμα των Δημοκρατικών που ίδρυσε ο Romano Prodi και στο οποίο ανήκει ο Massimo Cacciari, δήμαρχος Βενετίας, καθηγητής της αισθητικής και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού.

Η ανάλυση των Ιταλών σοσιαλ-φιλελεύθερων εστιάζει στην ανικανότητα της αστικής τάξης να φέρει σε πέρας τη φιλελεύθερη επανάσταση που χρειάζεται η χώρα. Το ιστορικό καθήκον του εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών, της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, που ακόμη παραμένει στρεβλός και ατελής, πρέπει να περάσει σε μια ανανεωμένη αριστερά. Αυτή θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς της όχι τόσο με το αυταρχικό παρελθόν της όσο με το λανθάνοντα γιακωβινισμό της, επανασυνδεόμενη με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών που επανειλημμένα απογοητεύονται από αυτήν, αλλά από αυτήν επίσης προσδοκούν να τους εκπροσωπήσει.

Και στην Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός συνθλιβόταν ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας Δεξιάς συντηρητικής, αν όχι αντιδραστικής, και ενός παθητικού και αταβιστικά αντικομμουνιστικού Κέντρου. Και δύσκολα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια χώρα όπου τους τολμηρούς και ριψοκίνδυνους εμπόρους ή βιοτέχνες του 18ου και 19ου αιώνα διαδέχθηκε μια νέα αστική τάξη χωρίς αυτοπεποίθηση, συνηθισμένη στη θαλπωρή της κρατικής προστασίας. Οι διακρίσεις, αντίθετα, του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους σχεδόν ανάγκασαν τους Έλληνες αριστερούς να επανεκτιμήσουν την αξία των “αστικών ελευθεριών” και των δημοκρατικών θεσμών. Η ΕΔΑ και η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη πριν από τη δικτατορία, ο Ρήγας Φεραίος και το ΚΚΕ Εσωτερικού στη διάρκειά της και μετά, ήταν (ίσως περισσότερο από κάθε άλλο) φορείς ενός αυθεντικού πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Σε μια συμβολική υπογράμμιση της “οριζόντιας” διάκρισης Δύσης-Ανατολής δίπλα στην “κάθετη” διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, η συνθήκη ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ υπογράφεται από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με παρόντες εκ μέρους της αντιπολίτευσης μόνον τον Ηλία Ηλιού και τους εκπροσώπους του ΚΚΕ Εσωτερικού, ενώ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ διαδηλώνουν εναντίον της ένταξης στους δρόμους της Αθήνας.

Σήμερα, ενώ η λεγόμενη “αριστερή αντιπολίτευση” υποκύπτει στον πειρασμό του λαϊκισμού, παραμένει αγκιστρωμένη στον κρατισμό και διολισθαίνει επικίνδυνα στον εθνικισμό, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να μεταλλάσσεται σε κόμμα της λαϊκής δεξιάς, ένα μείγμα γκωλλισμού και ΕΡΕ (ή, αν προτιμάτε τα λογοπαίγνια, Συναγερμού για τη Δημοκρατία και Δημοκρατικού Συναγερμού). Χωρίς το λυσσαλέο αντικομμουνισμό του παρελθόντος, πρόθυμη αντίθετα να σιγοντάρει το αντιπολιτευτικό μένος του ΚΚΕ, ακόμη και τον αντιαμερικανισμό του έως ενός σημείου, δεν διστάζει να δημαγωγεί για “τα 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων που στενάζουν από τη φτώχεια”.

Πέρα από τους συνήθεις υπόπτους της ανανεωτικής και δημοκρατικής αριστεράς, πέρα και από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη με τις διστακτικές, αβέβαιες απόπειρες απογαλακτισμού από τη βαριά κληρονομιά του παπανδρεϊκού παρελθόντος, το κόμμα των Φιλελεύθερων του Στέφανου Μάνου φιλοδοξεί να καλύψει το “έλλειμμα φιλελευθερισμού” του πολιτικού μας συστήματος. Ο κ. Μάνος και οι συνεργάτες του δεν είναι βέβαια αριστεροί. Οι διαφορές τους με μια σύγχρονη Αριστερά είναι εμφανείς, ιδίως στην οικονομική πολιτική (οι Φιλελεύθεροι, στη χώρα με τη δυσμενέστερη αναλογία άμεσης και έμμεσης φορολογίας σε όλη την Ευρώπη, ζητούν μείωση της πρώτης και αύξηση της δεύτερης!), καθώς και στην κοινωνική πολιτική (όπου δείχνουν να ευνοούν ένα καθεστώς επιλεκτικών παροχών προς τους φτωχότερους και ιδιωτική ασφάλιση για όλους τους υπόλοιπους).

Και όμως, σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων οι θέσεις των Φιλελεύθερων δεν μπορούν παρά να αποσπάσουν την ενθουσιώδη επιδοκιμασία όλων των μη εθνολαϊκών αριστερών (δεν μπορεί, θα υπάρχουν ακόμη τέτοιοι). Αντιγράφω από τις “Προγραμματικές Θέσεις του Ιδρυτικού Συνεδρίου” (Οκτώβριος 1999).


“Εκκλησία-Κράτος: Οι Φιλελεύθεροι υποστηρίζουν τον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους με αποκοπή της Εκκλησίας από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και επιστροφή της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Εκκλησία. Επίσης, υποστηρίζουν κινήσεις συμβολικής βαρύτητας (μη αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες, κατάργηση όρκου βουλευτών-δημοσίων υπαλλήλων, καύση νεκρών).”
Μετανάστες: Οι Φιλελεύθεροι προτείνουν ο αλλοδαπός εργαζόμενος που έχει νόμιμη εργασία επί μια τουλάχιστον πενταετία να μπορεί να λάβει την ελληνική ιθαγένεια και να καλέσει για μόνιμη εγκατάσταση τα μέλη της άμεσης οικογένειας (σύζυγο και τέκνα). Επίσης, προτείνουν να τους προσφέρεται η κάρτα εργασίας αλλά με διαδικασίες που επιτρέπουν την έκδοσή της εντός τριμήνου.”
“Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Οι Φιλελεύθεροι τάσσονται υπέρ της υποστήριξης από την Ελλάδα της υποψηφιότητας της Τουρκίας για είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την προϋπόθεση ότι θα αποδεχθεί το χρονοδιάγραμμα το οποίο θέτουν από κοινού οι χώρες της Ένωσης για την προσαρμογή της στο κοινοτικό κεκτημένο.”

Είναι λοιπόν δυνατόν να είναι κανείς ειλικρινής φιλελεύθερος ακόμη και αν είναι ταυτόχρονα νεοφιλεύθερος. Όσο για τους αριστερούς, όταν πάψουν να είναι φιλελεύθεροι, δεν τους μένει παρά ο δρόμος των φαιοκόκκινων συμπτώσεων στον ανορθολογισμό και τον αντιδυτικισμό.



Σχόλια

  1. Καθαρή ματιά, πολιτική διορατικότητα, έντιμη τοποθέτηση εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια!
    Εντυπωσιακό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία